- κογχυλιάζω
κογχυλιάζω, = ἀνακογχυλιάζω, Paul. Aeg., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κογχυλιάζω, = ἀνακογχυλιάζω, Paul. Aeg., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακογχυλιάζω — ἀνακοχγυλιάζω (Α) 1. παραβιάζω τη σφραγίδα εγγράφου, το απόρρητο του και αλλάζω το περιεχόμενο του 2. κάνω γαργάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κογχυλιάζω < κογχύλιον. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακογχυλιασμός, ἀνακογχυλιαστόν] … Dictionary of Greek