- κοιτώνιον
κοιτώνιον, τό, dim. zum Vorigen, Schol. Ar. Lys. 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιτώνιον, τό, dim. zum Vorigen, Schol. Ar. Lys. 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιτώνιον — κοιτώνιον, τὸ (Α) [κοιτών] μικρό υπνοδωμάτιο … Dictionary of Greek
κοιτώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνιάρχης — κοιτωνιάρχης, ὁ (Μ) θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτώνιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δαιμονι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek