- κοιτάριον
κοιτάριον, τό, dim. zu κοίτη, kleines Lager, Schol. Od. 14, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιτάριον, τό, dim. zu κοίτη, kleines Lager, Schol. Od. 14, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιτάριον — neut nom/voc/acc sg κοιτάριος for beds masc acc sg κοιτάριος for beds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτάριος — ία, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιτάριον μικρός θάλαμος, κοιτώνας, υπνωτήριο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοίτη, στην κλίνη («κοιτάριαι σινδόνες») 2. το ουδ. ως ουσ. μικρή κλίνη, κρεβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + κατάλ. άριος… … Dictionary of Greek