- κοιτασία
κοιτασία, ἡ, der Beischlaf, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιτασία, ἡ, der Beischlaf, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιτασία — κοιτασία, ἡ (AM) ερωτική μίξη, συνουσία, συνεύρεση, συγκοίμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοιτασ (πρβλ. κοιτάσ ω, μέλλ. τού κοιτάζω) + κατάλ. ία (πρβλ. δικασ ία, εικασ ία)] … Dictionary of Greek
κοιτασίαν — κοιτασίᾱν , κοιτασία cohabitation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτασίαις — κοιτασία cohabitation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)