- κοιτωνίσκος
κοιτωνίσκος, ὁ, dasselbe, Sp., wie Artemidor. 4, 46, auch κοιτωνίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιτωνίσκος, ὁ, dasselbe, Sp., wie Artemidor. 4, 46, auch κοιτωνίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιτωνίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνίσκος — ο (Α κοιτωνίσκος) νεοελλ. (στα πλοία) μικρό δωμάτιο ύπνου τών επιβατών, καμπίνα αρχ. μικρός κοιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αστερ ίσκος, ορμ ίσκος)] … Dictionary of Greek
κοιτωνίσκοις — κοιτωνίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνίσκον — κοιτωνίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνίσκου — κοιτωνίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνίσκων — κοιτωνίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνίσκῳ — κοιτωνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
χωρημάτιον — τὸ, Μ [χώρημα, ήματος] υποκορ. μικρός κοιτώνας, κοιτωνίσκος … Dictionary of Greek