- κλισίηθεν
κλισίηθεν, aus der Hütte, aus dem Zelte, Il. 1, 391 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλισίηθεν, aus der Hütte, aus dem Zelte, Il. 1, 391 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλισίηθεν — (Α) επίρρ. από την καλύβα, έξω από την πρόχειρη κατοικία («τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλισία / η + επιρρμ. κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως και από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
κλισίηθεν — out of indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)