κλισιάς

κλισιάς

κλισιάς, άδος, ἡ, nach B. A. 272, 13 πᾶς μέγας ϑυρών, παρὰ τὰς κλισιάδας, αἵπερ εἰσὶ μεγάλαι ϑύραι; gew. im plur., κλισιάδες, αἱ; Thorweg (zum Anlehnen u. Aufschlagen), nach Poll. 4, 125 im Wirthschaftsgebäude, κλίσιον; groß, πρὸς τὸ καὶ τὰς ἁμάξας παρελαύνειν καὶ τὰ σκευοφόρα, von der Hausthür, Plut. Poplic. 20; αἱ κλισιάδες ϑύραι D. Hal. 5, 39; von den Thüren einer Schleuse, 1, 66; – übertr., μεγάλαι κλισιάδες ἀναπεπτέαται ἐς τὴν Πελοπόννησον τῷ Πέρσῃ Her. 9, 9; vgl. Plut. Alc. 10 μεγάλας δ' αὐτῷ κλισιάδας ἐπὶ τὴν πολιτείαν ἀνοίγοντος τοῠ γένους καὶ τοῦ πλούτου, seine Geburt u. sein Reichthum öffneten ihm den Zugang zur Staatsverwaltung. – Es findet sich auch κλεισιάδες geschrieben, von κλείω abgeleitet (Poll. 1, 50 κλείσιον παρὰ τὸ κεκλεῖσϑαι, οὗ καὶ αἱ ϑύραι κλεισιάδες), ist aber schwerlich mit Dindorf überall herzustellen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλισιάς — κλισιάδες fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισίας — κλισίᾱς , κλισία place for lying down fem acc pl κλισίᾱς , κλισία place for lying down fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… …   Dictionary of Greek

  • καπνίζω — (AM καπνίζω) [καπνός] 1. εκθέτω κάποιον ή κάτι σε καπνό, υποβάλλω κάποιον ή κάτι στην επίδραση καπνού 2. μαυρίζω κάτι με καπνό νεοελλ. 1. εισπνέω τον καπνό ο οποίος παράγεται από αναμμένα φύλλα τού φυτού καπνός που βρίσκονται καταλλήλως… …   Dictionary of Greek

  • κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… …   Dictionary of Greek

  • κλισιάδα — η (Α κλισιάς, άδος) βλ. κλεισιάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”