κλεπτοσύνη

κλεπτοσύνη

κλεπτοσύνη, , Kunst zu stehlen u. zu betrügen, übh. List u. Verschlagenheit; von Autolycus ὃς ἀνϑρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνῃ ϑ' ὅρκῳ τε Od. 19, 396; op. D., wie Han. 6, 207.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεπτοσύνη — κλεπτοσύνη, ἡ (Α) [κλέπτης] 1. η τέχνη τής κλοπής και τής απάτης 2. η πανουργία, ο δόλος, η απιστία («ὅς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνη», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • κλεπτοσύνη — thievishness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεπτοσύνῃ — κλεπτοσύνη thievishness fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεπτοσύναις — κλεπτοσύνη thievishness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεπτοσύνην — κλεπτοσύνη thievishness fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεπτοσύνης — κλεπτοσύνη thievishness fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • κλεπτοσύνηισι — κλεπτοσύνῃσι , κλεπτοσύνη thievishness fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”