- γλαύκινος
γλαύκινος, bläulich, Plut. ger. reip. praec. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαύκινος, bläulich, Plut. ger. reip. praec. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαύκινος — Ορυκτό, ισόμορφο του βαρύτη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα. Χημικά είναι θειικό στρόντιο (SrSO4). Οι κρύσταλλοί του έχουν στηλοειδή, πρισματική ή τραπεζοειδή μορφή. Κυκλοφορεί σε διάλυση μέσα σε ρωγμές πετρωμάτων, τις οποίες γεμίζει,… … Dictionary of Greek
γλαύκινον — γλαύκινος bluish grey masc acc sg γλαύκινος bluish grey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκίνοις — γλαύκινος bluish grey masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκίνου — γλαύκινος bluish grey masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαύκινα — γλαύκινος bluish grey neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek
ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… … Dictionary of Greek