- κλαύσιμος
κλαύσιμος, weinerlich.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαύσιμος, weinerlich.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαύσιμος — κλαύσιμος, ίμη, ον (AM) [κλαύσις] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κλαύσιμο(ν) και κλάψιμο(ν) α) κλάμα, κλάψιμο, θρήνος β) παράπονο γ) πένθος αρχ. 1. άξιος θρήνου, κλαμάτων 2. θρηνώδης, παραπονετικός … Dictionary of Greek
κλαύσιμον — κλαύσιμος plaintive masc acc sg κλαύσιμος plaintive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικλαύσιμος — ἐπικλαύσιμος, ον (Μ) αξιοθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλαύσιμος (< κλαύοις)] … Dictionary of Greek