- γλαύσσω
γλαύσσω, leuchten, glänzen, VLL., vgl. λεύσσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαύσσω, leuchten, glänzen, VLL., vgl. λεύσσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαύσσω — (Α) λάμπω, αστράφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός (πρβλ. λευκός, λεύσσω) … Dictionary of Greek
διαγλαύσσω — (Α) [γλαύσσω] λάμπω, φαίνομαι ολοκάθαρα … Dictionary of Greek
υπογλαύσσω — Α υποβλέπω, ρίχνω λοξές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλαύσσω «λάμπω»] … Dictionary of Greek