- πρῷος
πρῷος, = πρώϊος, Ar. Pax 966, s. oben, auch compar. πρῳαίτερος u. superl. πρῳαίτατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρῷος, = πρώϊος, Ar. Pax 966, s. oben, auch compar. πρῳαίτερος u. superl. πρῳαίτατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρῶιος — πρῷος , πρώιος early masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… … Dictionary of Greek