- γομφο-παγής
γομφο-παγής, ές, durch Nägel verbunden, ῥήματα Ar. Ran. 823, von den kühnen Wortzusammensetzungen des Aeschylus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γομφο-παγής, ές, durch Nägel verbunden, ῥήματα Ar. Ran. 823, von den kühnen Wortzusammensetzungen des Aeschylus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
μελαμπαγής — μελαμπαγής, ές (Α) (δωρ. τ.) 1. (κυρίως για αίμα) μαύρος και πηχτός («καὶ χθονία κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον», Αισχύλ.) 2. (γενικά) μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφο παγής, δορυ παγής] … Dictionary of Greek
σκηνοπαγής — ές, Α αυτός που είναι στημένος, κατασκευασμένος σαν σκηνή («νέκταρος ἐμπλήσαις σκηνοπαγεῑς θαλάμας», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + πᾱγής (< πήγνυμι*), πρβλ. γομφο παγής] … Dictionary of Greek
υδροπαγής — ές, Α παγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφο παγής] … Dictionary of Greek