- πρῷζος
πρῷζος, att. = πρώϊζος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρῷζος, att. = πρώϊζος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωζός — όν. Α (αττ. τ.) βλ. πρωϊζός … Dictionary of Greek
πρωϊζός — όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, όν, Α προχθεσινός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρωϊζά α) προχθές β) πολύ νωρίς («οὕτω δὴ πρωϊζά κατέδραθες», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρωϊζά με τη σημ. «προχθές» απαντά ήδη στον Όμηρο και είναι σχηματισμένος από το… … Dictionary of Greek