- γομφωτήρ
γομφωτήρ, ῆρος, ὁ, Schiffszimmermann, Zelot. 2 (IX, 31)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γομφωτήρ, ῆρος, ὁ, Schiffszimmermann, Zelot. 2 (IX, 31)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γομφωτῆρες — γομφωτήρ a ship builder masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γομφωτήρας — ο (AM γομφωτήρ) [γομφώ] εργαλείο για διάτρηση, τρυπάνι αρχ. ο ναυπηγός … Dictionary of Greek
γομφωτήριο — το (Α γομφωτήριον) [γομφωτήρ] ο γομφωτήρας … Dictionary of Greek