- κλαυμονή
κλαυμονή, ἡ, = κλαυϑμονή, vulg. bei Plat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαυμονή, ἡ, = κλαυϑμονή, vulg. bei Plat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαυμονή — κλαυμονή, ἡ (Α) κλαυθμονή*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλαυθμονή] … Dictionary of Greek
κλαυθμονή — κλαυθμονή, ἡ (Α) κλαυθμός, κλάμα, θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός κατά το πημονή. Μαρτυρείται και παρλλ. τ. κλαυμονή] … Dictionary of Greek
κλαυμυρίζομαι — (Α) κλαίω, κλαυθμυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού κλαυθμυρίζω / ομαι (πρβλ. κλαυθμονή κλαυμονή)] … Dictionary of Greek