- κονυζήεις
κονυζήεις, εσσα, εν, der vorigen Pflanze ähnlich, φυτόν, Nic. Ther. 615.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονυζήεις, εσσα, εν, der vorigen Pflanze ähnlich, φυτόν, Nic. Ther. 615.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονυζήεις — κονυζήεις, εσσα, εν (Α) [κόνυζα] (για φυτό) αυτό που μοιάζει με κόνυζα … Dictionary of Greek
εύκονος — εὔκονος, ον (Α) (ενν. άρτος) άρτος κατασκευασμένος από πίτουρα («τὸν πιτυρίτην ἄρτον, ὅν εὔκονον ὀνομάζουσι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κονος αμφίβολης προελεύσεως. Η σύνδεση με το κονή «φόνος» (< καίνω «σκοτώνω») δεν ευσταθεί σημασιολογικώς … Dictionary of Greek
κόνυζα — η (ΑM κόνυζα και κνύζα) ονομασία, κοινή σήμερα, τού φυτού Ιnula graveolens τού γένους ίνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με… … Dictionary of Greek