- γλαυκ-όμματος
γλαυκ-όμματος, blauäugig, Plat. Phaedr. 253 e; Ep. ad. 608 (App. 309).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαυκ-όμματος, blauäugig, Plat. Phaedr. 253 e; Ep. ad. 608 (App. 309).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ … Dictionary of Greek
κοκκινόμματος — κοκκινόμματος, η, ο(ν) (Μ) κοκκινομάτης, με κοκκινισμένα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ όμματος, ωχρ όμματος] … Dictionary of Greek
μελανόμματος — μελανόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκ όμματος, μαλακ όμματος)] … Dictionary of Greek
φοβερόμματος — ον, Α αυτός που έχει μάτια τα οποία προξενούν φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + όμματος (< ὄμμα, ατος), πρβλ. γλαυκ όμματος, μελαν όμματος] … Dictionary of Greek
λιπαρόμματος — λιπαρόμματος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπερά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος] … Dictionary of Greek
πολυόμματος — ο / πολυόμματος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει πολλά μάτια (α. «βουκόλον τίνα πολυόμματον Ἄργον τοὔνομα ἐπέστησεν», Λουκιαν. β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ.… … Dictionary of Greek