- γλαυκ-ωπός
γλαυκ-ωπός, dasselbe, Ael. N. A. 17, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλαυκ-ωπός, dasselbe, Ael. N. A. 17, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek
καλώπις — καλῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπις (< ωψ, ωπός < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ ώπις, ροδ ώπις] … Dictionary of Greek
κυνοβλώψ — κυνοβλώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παρα βλώψ, υπο βλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε ωψ… … Dictionary of Greek
κυνώπης — κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια 2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.) 3. το θηλ. ἡ κυνώπις ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
οινώψ — Πατέρας του ήρωα της αρχαίας Θήβας Υπέρβιου, που σκότωσε το θρυλικό γίγαντα Ιππομέδοντα, στον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. * * * οἰνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ* («τᾱσδ ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
θαλερώπις — θαλερῶπις, ιδος, ἡ (Α) θαλερόμματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + ώπις (< ωψ, ωπός «μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. βο ώπις, γλαυκ ώπις) … Dictionary of Greek
θεμερώπις — θεμερῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμα («θεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βο ώπις, γλαυκ ώπις] … Dictionary of Greek
ιλαρώπις — ἱλαρῶπις, ώπιδος ἡ (Α) αυτή που έχει χαρούμενη όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ωπις (< ωψ < *ὤψ, *ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ ώπις, κυαν ώπις] … Dictionary of Greek
κελαινώπας — κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη 2. μτφ. φοβερός, άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ ώπας / γλαυκ ῶπις] … Dictionary of Greek
κεραώψ — κεραώψ, ῶπος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει σχήμα κεράτου, που φαίνεται σαν κέρατο, κερατοειδής («σελήνην κεραῶπα», Μάξιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ωψ (< ὤψ «όψη, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ ώψ, κυν ώψ] … Dictionary of Greek
λιθώπης — λιθώπης, ες, θηλ. και λιθώπις, ιδος (Α) 1. ο διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους 2. το θηλ. ἡ λιθῶπις αυτή που απολιθώνει με το βλέμμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ώπης, χαριτ ώπης] … Dictionary of Greek