- κλαυμυρίζομαι
κλαυμυρίζομαι, = κλαυϑμυρίζομαι, Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαυμυρίζομαι, = κλαυϑμυρίζομαι, Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαυμυρίζομαι — (Α) κλαίω, κλαυθμυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού κλαυθμυρίζω / ομαι (πρβλ. κλαυθμονή κλαυμονή)] … Dictionary of Greek
κλαυμυριεῖται — κλαυμυρίζομαι fut ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυμυριζόμενα — κλαυμυρίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυμυριζόμενος — κλαυμυρίζομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυμυρίζεται — κλαυμυρίζομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)