κλαυσί-γελως

κλαυσί-γελως

κλαυσί-γελως, ωτος, ὁ, das mit Weinen gemischte Lachen; κλαυσ. εἶχε πάντας, Alle weinten u. lachten durch einander, oder weinten vor Freude, Xen. Hell. 7, 2, 9, dem vorangehenden ἅμα χαρᾷ δακρύουσαι entsprechend; vgl. Plut. non posse 18; Demetr. Phaler. 28; Ath. XIII, 591 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πραΰγελως — ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος* + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσί γελως)] …   Dictionary of Greek

  • κλαυσίγελως — ο (Α κλαυσίγελως, έλωτος) 1. γέλιο ανάμικτο με κλάματα, κλάμα από χαρά, το να κλαίει και να γελά κάποιος ταυτόχρονα («κλαυσίγελως εἶχε πάντας», Ξεν.) 2. παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης, στον Αθήναιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”