κλαυστήρ

κλαυστήρ

κλαυστήρ, ῆρος, ὁ, der Weinende, Beweinende, Man. 4, 192.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαυστήρ — κλαυστήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κλαίω] αυτός που κλαίει, που θρηνεί, που θρηνολογεί για κάτι …   Dictionary of Greek

  • κλαυστῆρας — κλαυστήρ weeper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”