γονυ-πετής

γονυ-πετής

γονυ-πετής, ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προςπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • κλινοπετής — κλινοπετής, ές (AM) κλινήρης, κατάκοιτος («τά πολλά κλινοπετεῑς δι άρρωστίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πετής < πίπτω (πρβλ. γονυ πετής, ουρανο πετής)] …   Dictionary of Greek

  • γονυπετής — ές (AM γονυπετής, ές) ο γονατιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + πετής < πίπτω (πρβλ. δυσπετής, χαμαιπετής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”