- κοντο-φόρος
κοντο-φόρος, Stangen, Spieße tragend; στρατιῶ-ται Poll. 1, 131; Luc. Alex. 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντο-φόρος, Stangen, Spieße tragend; στρατιῶ-ται Poll. 1, 131; Luc. Alex. 55.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek