- κλασ-αυχενεύομαι
κλασ-αυχενεύομαι, mit gleichsam geknicktem, gebogenem Halse einhergehen, wie ein Zärtling, Weichling, Archipp. com. bei Plut. Alc. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλασ-αυχενεύομαι, mit gleichsam geknicktem, gebogenem Halse einhergehen, wie ein Zärtling, Weichling, Archipp. com. bei Plut. Alc. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλασαυχενεύομαι — (Α) (για τον γιο τού Αλκιβιάδη) κλασαυχενίζομαι*, βαδίζω κουνώντας τον αυχένα πότε δεξιά, πότε αριστερά, δηλ. περπατώ θηλυπρεπώς, ακκίζομαι, κάνω θηλυπρεπή τσακίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. κλασ αυχενεύομαι < θ. κλασ τού κλῶ (πρβλ. μέλλων κλάσ ω, αόρ. ἔ… … Dictionary of Greek