- κομπ-ώδης
κομπ-ώδης, ες, großprahlerisch; κομπωδεστέραν ἔχων τὴν προςπ οίησιν Thuc. 2, 62; τὸ κομπῶδες 5, 68; καὶ σοβαρόν Plut. Sull. 16; κραυγαὶ κομπώδεις Them. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομπ-ώδης, ες, großprahlerisch; κομπωδεστέραν ἔχων τὴν προςπ οίησιν Thuc. 2, 62; τὸ κομπῶδες 5, 68; καὶ σοβαρόν Plut. Sull. 16; κραυγαὶ κομπώδεις Them. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.