- κομπισμός
κομπισμός, ὁ, das Trillern auf einem Instrument, Anonym. Bellerm. 9. Vgl. μελισμός u. τερετισμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομπισμός, ὁ, das Trillern auf einem Instrument, Anonym. Bellerm. 9. Vgl. μελισμός u. τερετισμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομπισμός — κομπισμός, ὁ (Α) μουσ. η επανάληψη τού ίδιου φθόγγου στην οργανική μελωδία, η εμμονή τής μελωδίας σε κάποιο φθόγγο … Dictionary of Greek