κομπαστικός

κομπαστικός

κομπαστικός, großprahlerisch, aufschneiderisch, Poll. 9, 146; – auch adv., ib. 147.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κομπαστικός — braggart masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπαστικός — ή, ό (Α κομπαστικός, ή, όν) [κομπαστής] αυτός που γίνεται με κομπασμό, με αλαζονεία, αλαζονικός. επίρρ... κομπαστικώς και ά (Α κομπαστικῶς) με κομπασμό, αλαζονικά …   Dictionary of Greek

  • Κομπαστικόν — Κομπαστικός braggart masc acc sg Κομπαστικός braggart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομπαστικήν — Κομπαστικός braggart fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομπαστικῶς — Κομπαστικός braggart adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κομπαστικῷ — Κομπαστικός braggart masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπηρός — κομπηρός, ά, όν (ΑM) αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομπασμό, με υπερηφάνεια, κομπαστικός, αλαζονικός. επίρρ... κομπηρῶς περήφανα, κομπαστικά, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • κομπολόγημα — κομπολόγημα, τὸ (Μ) [κομπολογώ] αλαζονικός, κομπαστικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • κομπώδης — κομπώδης, ώδες (ΑM) [κόμπος (Ι)] 1. κομπαστικός, κενόδοξος («κομπωδεστέραν ἔχοντι τὴν προσποίησιν», Θουκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κομπῶδες κομπασμός, αλαζονεία. Επιρρ. κομπωδῶς (Α) με κομπαστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • λογοκόπημα — το 1. το να λέει κάποιος πολλά, κομπαστικά και ανούσια λόγια 2. ανούσιος ή κομπαστικός λόγος, μεγαλοστομία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκοπῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • περιαυτολογικός — ή, ό / περιαυτολογικός, ή, όν, ΝΜ [περιαυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός. επίρρ... περιαυτολογικώς και ά / περιαυτολογικώς και ά, ΝΜ με περιαυτολογία, κομπαστικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”