- κλύδιος
κλύδιος, wogend, rauschend, VLL., τὸ κλύδιον, nach Hesych. = πέλαγος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλύδιος, wogend, rauschend, VLL., τὸ κλύδιον, nach Hesych. = πέλαγος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλύδιος — κλύδιος, ία, ιον (Α) 1. κυματώδης, ταραχώδης 2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τo κλύδιον το πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδ ων + κατάλ. ιος, πρβλ. δόλ ιος, μύχ ιος] … Dictionary of Greek
κλύδιον — κλύδιος surging masc acc sg κλύδιος surging neut nom/voc/acc sg κλυδάω to be plastic imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) κλυδάω to be plastic imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… … Dictionary of Greek