κούκινος

κούκινος

κούκινος, von der Kokospalme. Vgl. κοΐκινος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κούκινος — (I) κούκινος, ίνη, ον (Α) [κούκι] 1. παρασκευασμένος από ίνες τού δέντρου κούκι 2. αυτός που αναφέρεται στο δέντρο κούκι, στον κοκοφοίνικα. (II) η, ο [κουκί] κατασκευασμένος από κουκιά …   Dictionary of Greek

  • κουκίνων — κούκινος of the doum palm fem gen pl κούκινος of the doum palm masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούκινα — κούκινος of the doum palm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”