γλύκων

γλύκων

γλύκων, , als Schmeichelwort, wie ὦ γλυκύτατε, Ar. Eccl. 985.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Γλύκων — sweet one masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλύκων — sweet one masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλύκων — I (2ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Ως καλλιτέχνης εντάσσεται στους νεοαττικούς. Στο μουσείο της Νάπολης της Ιταλίας υπάρχει άγαλμα γνωστό με τον χαρακτηρισμό Ηρακλής του Φαρνέζε, που βρέθηκε στις θέρμες του Καρακάλλα, και το οποίο έχει επιγραφή… …   Dictionary of Greek

  • Γλυκών Νερών, δήμος — Δήμος (6.623 κάτ.) της νομαρχίας ανατολικής Αττικής του νομού Αττικής, που αποτελείται από τον οικισμό Γλυκά Νερά …   Dictionary of Greek

  • γλύκωνος — γλύκων sweet one masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …   Dictionary of Greek

  • εμύς — (emys). Γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας των εμυδιδών, που περιλαμβάνει τις αποκαλούμενες χελώνες των γλυκών νερών ή νερoχελώνες. Κυριότερα είδη είναι η ε. η λεπρώδης, που ζει στο Αλγέρι και στο Μαρόκο, και η ε. η ιλυόβιος, γνωστή με την… …   Dictionary of Greek

  • κυπρίνος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… …   Dictionary of Greek

  • κύπρις — (Cypris). Γένος οστρακωδών της οικογένειας των κυπριδών, το οποίο περιλαμβάνει πολύ μικρά καρκινοειδή των γλυκών νερών. Οι οργανισμοί αυτοί έχουν κεραίες που καταλήγουν σε θύσανο νηματοειδών αποφύσεων, έξι πόδια και σώμα μήκους 0,5 3 χιλιοστών,… …   Dictionary of Greek

  • λούτσος — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Εsox, της οικογένειας των εσοκιδών, της τάξης των κλουπεομόρφων. Κυριότερος αντιπρόσωπος είναι το είδος Εsox lucius. Το σώμα του καλύπτεται ολόκληρο από λεπτά λέπια και είναι επίμηκες, με μέγιστο μήκος… …   Dictionary of Greek

  • οφιοκέφαλος — (ophiocephalus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των οφιακεφαλιδών. Είναι ψάρια των γλυκών νερών της τροπικής Ασίας και της Αφρικής. * * * η, ο (ΑΜ ὀφιοκέφαλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οφιοκέφαλος ζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”