- κούφισμα
κούφισμα, τό, das Erleichtern, die Erleichterung, Unterstützung; χειρὸς ϑυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. Phoen. 855; – πρὸς τὰς τύχας, Trost, Plut. Consol. ad Apoll. p. 349.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κούφισμα, τό, das Erleichtern, die Erleichterung, Unterstützung; χειρὸς ϑυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. Phoen. 855; – πρὸς τὰς τύχας, Trost, Plut. Consol. ad Apoll. p. 349.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κούφισμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφισμα — το (AM κούφισμα) [κουφίζω (II)] νεοελλ. μσν. (βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικής μσν. αρχ. ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ … Dictionary of Greek
κουφίσματα — κούφισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφίσματος — κούφισμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)