κούριος

κούριος

κούριος, wie κουρήϊος, jugendlich; πρὶν κούριον ἀγλαὸν ἥβην Δωριέες ὀλέσωσι, Il. 13, 433, eingeschalteter Vers, s. Eustath.;παρϑενίης κούριον ἄνϑος Orph. Arg. 1336; orac. bei Paus. 9, 14, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κούριος — κούριος, ον (Α) [κούρος (Ι)] νέος, νεανικός («καὶ τότε παρθενίης νοσφίζετο κούριον ἄνθος», Ορφ.) …   Dictionary of Greek

  • κούριος — youthful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κούριος Δεντάτος Μάνιος — (; – 270 π.Χ.). Ρωμαίος πληβείος στρατηγός. Έγινε πρότυπο της αρχαίας ρωμαϊκής αρετής και λιτότητας. Ως ύπατος το 290, το 274 και το 273, νίκησε τους Σαμνίτες και τερμάτισε τον Σαμνιτικό πόλεμο. Νίκησε επίσης τον Πύρρο στο Μπενεβέντουμ και για… …   Dictionary of Greek

  • κουρίου — κούριος youthful masc/fem/neut gen sg κουρίας one who wears his hair short masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίῳ — κούριος youthful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούριοι — κούριος youthful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούριον — ἐπικουρέω to be an imperf ind act 3rd pl (doric) ἐπικουρέω to be an imperf ind act 1st sg (doric) κούριος youthful masc/fem acc sg κούριος youthful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Υ, υ — Το εικοστό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό vβu (= καρφί, πάσσαλος), που παρίστανε ένα χειλικό τριβόμενο φθόγγο, παρόμοιο με τους αγγλικούς ν ή w. Το γράμμα αυτό χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για την παράσταση του φθόγγου υ… …   Dictionary of Greek

  • κουρίοις — ἐπικουρέω to be an pres opt act 2nd sg (doric) κούριος youthful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”