κούρευμα

κούρευμα

κούρευμα, τό, das Geschorene, die Schur, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κούρευμα — κούρευμα, τὸ (Μ) βλ. κούρεμα …   Dictionary of Greek

  • κούρεμα — το (Μ κούρευμα) [κουρεύω] το κόψιμο τών μαλλιών τών ανθρώπων ή τού τριχώματος τών ζώων μσν. το κουρεμένο τρίχωμα αιγοπροβάτων …   Dictionary of Greek

  • τελεταρχώ — έω, ΜΑ [τελετάρχης] μσν. παθ. τελεταρχοῡμαι, έομαι α) καθιερώνομαι («τὸ κούρευμα, δι οὗ οἱ μοναχοὶ τῷ θεώ καθοσιοῡνται, οὐκ ἄλλως τελεταρχοῡνται», Ευστ.) β) (για πράγμ.) εκτελούμαι αρχ. είμαι επικεφαλής κατά την τέλεση μυστηρίου, είμαι τελετάρχης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”