κλόνος

κλόνος

κλόνος, , heftige, verworrene Bewegung; in der Il. immer Schlachtgetümmel; κατὰ κλόνον αὖϑις ἐλάσσας Il. 16, 713; ὁ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν 789; κλόνος ἐγχειάων, Speergedränge, 5, 167. 20, 319; κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν Hes. Sc. 148; ῥιψαύχην Pind. frg. 224; ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους, Schild- und Speergedränge, Aesch. Ag. 393; ἱππιοχάρμαι Pers. 107; κλόνος Γιγάντων Eur. Ion 206; komisch, ζωμοῦ ἐμπλησϑεὶς ἐταράχϑης τὴν γαστέρα καὶ κλόνος αὐτὴν διεκορκορύγησε Ar. Nubb. 386; sp. D.; auch Themist., der es or. 6 p. 73 mit ταραχή vrbdt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλόνος — confused motion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… …   Dictionary of Greek

  • κλόνοι — κλόνος confused motion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνοις — κλόνος confused motion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνον — κλόνος confused motion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνου — κλόνος confused motion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνους — κλόνος confused motion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνων — κλόνος confused motion masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνῳ — κλόνος confused motion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοκλόνος — κεραυνοκλόνος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι κλόνος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκλονος — μεγαλόκλονος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κλόνος «θόρυβος, ταραχή» (πρβλ. πολύ κλονος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”