- κοόρτις
κοόρτις, ιος, ἡ, die röm. cohors, Pol. 11, 23, 1. 33, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοόρτις, ιος, ἡ, die röm. cohors, Pol. 11, 23, 1. 33, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοόρτις — ιος και εως, η (Α κοόρτις, ιος) τμήμα στρατού από τρεις σπείρες*, που αποτελούσε τη βασική μονάδα, δηλαδή το ένα δέκατο, τής ρωμαϊκής λεγεώνας νεοελλ. βιολ. σύνολο ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει μαζί το ίδιο δημογραφικό φαινόμενο κατά τη… … Dictionary of Greek
КОГОРТА — • Cohors, первоначально означало только соединение нескольких пехотных войск в одно целое. Polib. 11, 23: τρει̃ς σπείρας του̃το δε καλει̃ται το σύνταγμα τω̃ν πεζω̃ν παρά Ρωμαίοις κόορτις. В разделенном на манипулы легионе Полибия 3… … Реальный словарь классических древностей
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek