- κλόπιμος
κλόπιμος, diebisch, ἀλλοτρίων ἀπέχειν κλοπί. μους χέρας Philp. 55 (Plan. 193); – entwendet, gestohlen, Phocyl. 127. – Adv., Han. 5, 297.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλόπιμος, diebisch, ἀλλοτρίων ἀπέχειν κλοπί. μους χέρας Philp. 55 (Plan. 193); – entwendet, gestohlen, Phocyl. 127. – Adv., Han. 5, 297.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλόπιμος — κλόπιμος, ον, θηλ. και ίμη) (Α) [κλοπή] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη 2. κλοπιμαίος, κλεμμένος. επίρρ... κλοπίμως (Α) με τρόπο που ταιριάζει σε κλέφτη … Dictionary of Greek
κλοπίμων — κλόπιμος thievish fem gen pl κλόπιμος thievish masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπίμως — κλόπιμος thievish adverbial κλόπιμος thievish masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπίμην — κλόπιμος thievish fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπίμου — κλόπιμος thievish masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπίμους — κλόπιμος thievish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλόπιμα — κλόπιμος thievish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέπιμος — κλέπιμος, ον (Α) πάπ. αυτός που προέρχεται από λαθρεμπόριο, που διέφυγε τη φορολογία («κλέπιμον ἔλαιον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλόπιμος, κατ επίδραση τού κλέπτω] … Dictionary of Greek
κλοπιμαίος — αία, αίο (AM κλοπιμαῑος, αία, αῖον) [κλόπιμος] αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek