πρῑονίζω

πρῑονίζω

πρῑονίζω, sägen (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πριονίζω — πριονίζω, πριόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πριονίζω — ΝΑ [πριόνιον] κόβω με πριόνι («τα σαράκια να πριονίζουν... τα κατακλείδια», Βαλαωρ.) …   Dictionary of Greek

  • πριονίζω — πριόνισα, πριονίστηκα, πριονισμένος, κόβω με πριόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πριόνισμα — το, Ν [πριονίζω] τεχνολ. η ενέργεια τού πριονίζω, η κοπή ή η κατεργασία ξύλου ή άλλου υλικού με τη βοήθεια μηχανικού ή χειροκίνητου πριονιού …   Dictionary of Greek

  • άπριγδα — ἄπριγδα επίρρ. (Α) απρίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*] …   Dictionary of Greek

  • ανάπρισις — ἀνάπρισις ( εως), η (Α) πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πρῖσις < πρίω «πριονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αποπρίω — ἀποπρίω (Α) [πρίω] πριονίζω, κόβω με το πριόνι …   Dictionary of Greek

  • διαπρίω — (Α) [πρίω] 1. πριονίζω, κόβω (στα δύο) με πριόνι 2. διαιρώ, χωρίζω 3. τεμαχίζω 4. τρίζω τα δόντια 5. ταλαιπωρώ υπερβολικά, βασανίζω …   Dictionary of Greek

  • εμπρίζω — ἐμπρίζω (Α) πριονίζω, κόβω με πριόνι (βλ. και ἐμπρίω) …   Dictionary of Greek

  • εμπρίω — ἐμπρίω, επικ. τ. ἐνιπρίω (Α) 1. πριονίζω μέσα 2. δαγκώνω πριονιστά, βαθιά 3. (για σκύλο) σφίγγω και τρίζω τα δόντια 4. τρίζω 5. (αμετ.) (για σινάπι κ.ά.) έχω καυστική, πιπεράτη γεύση, καίω …   Dictionary of Greek

  • εύπριστος — εὔπριστος, ον (Α) αυτός που πριονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πριστός (< πρίω «κόβω, πριονίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”