- γλωττίς
γλωττίς, ίδος, ἡ, s. γλωσσίς; auch = Stimmritzenkörper des Kehlkopfs, Galen. Bei Arist. H. A. 8, 12 ein Vogel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωττίς, ίδος, ἡ, s. γλωσσίς; auch = Stimmritzenkörper des Kehlkopfs, Galen. Bei Arist. H. A. 8, 12 ein Vogel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωττίς — glottis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσίδα — γλωττίς glottis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσίδας — γλωττίς glottis fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσίδες — γλωττίς glottis fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσίδι — γλωττίς glottis fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσίδος — γλωττίς glottis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσίδων — γλωττίς glottis fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσίς — γλωττίς glottis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωττίδα — γλωττίς glottis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωττίδας — γλωττίς glottis fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωττίδες — γλωττίς glottis fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)