γλωσσίδιον

γλωσσίδιον

γλωσσίδιον, τό, = γλωσσάριον, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλωσσίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσιδίων — γλωσσίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσίδια — γλωσσίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσίδι — και γλωσσίδιο, το (AM γλωσσίδιον και γλωττίδιον) 1. μικρή γλώσσα 2. οποιαδήποτε προεξοχή σε σχήμα γλώσσας νεοελλ. 1. η επιγλωττίδα τού στόματος 2. η κλειτορίδα 3. διακοσμητικό μοτίβο, κυρίως σε κοφτά κεντήματα 4. το πλήκτρο τής καμπάνας 5. η… …   Dictionary of Greek

  • αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”