γλωσσάριον

γλωσσάριον

γλωσσάριον, τό, dim. von γλῶσσα, Gal.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλωσσάριον — spoon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωττάριον — γλωσσάριον , γλωσσάριον spoon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσαρίων — γλωσσάριον spoon neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσάριο — και γλωσσάρι, το (AM γλωσσάριον) [γλώσσα] μικρή γλώσσα νεοελλ. 1. συλλογή και ερμηνεία λέξεων ιδιωματικών, σπάνιων ή ειδικού τεχνικού ή επιστημονικού κλάδου 2. σύντομο λεξικό …   Dictionary of Greek

  • λαΐνθη — (Α) (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «λάρναξ λιθίνη» …   Dictionary of Greek

  • λαίλας — (Α) (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «ὁ μὴ ἐκ γένους τύραννος» …   Dictionary of Greek

  • λαιμώρη — (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «λαμυρίς» 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «πρυτανεῑον» …   Dictionary of Greek

  • λαιφάσσω — (Α) 1. λαφύσσω* 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «ψηλαφώ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τών λ. λαιμάσσω και λαφύσσω] …   Dictionary of Greek

  • περιπόρπημα — τό, Α [περιπορπώμαι] (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «συνεχομένη περόνη καὶ πόρπη, ὅ ἐστι κομβίον» …   Dictionary of Greek

  • Αραβαντινός, Παναγιώτης — (Πάργα 1811 – Ιωάννινα 1870).Λόγιος. Σπούδασε στην Ακαδημία Γκίλφορντ στην Κέρκυρα, χρημάτισε δάσκαλος στα Ιωάννινα, ασχολήθηκε με το εμπόριο και επιδόθηκε στη μελέτη της ιστορίας, του λαϊκού πολιτισμού και των γλωσσικών ιδιωμάτων της Ηπείρου.… …   Dictionary of Greek

  • ԼԵԶՈՒԱԿ — (ի.) NBH 1 0882 Chronological Sequence: 8c գ. γλωσσάριον lingula. Փոքրիկ լեզու, եւ որ ինչ նման է նմին. տիլճիք. *Փողերակքն եւ Խռչափողքն. . . եւլեզուակն. Նիւս. բն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”