- γλωσσο-γάστωρ
γλωσσο-γάστωρ, ορος, ὁ, mit der Zunge den Magen füllend, Poll. 2, 108 aus com.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωσσο-γάστωρ, ορος, ὁ, mit der Zunge den Magen füllend, Poll. 2, 108 aus com.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλογάστωρ — μεγαλογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. γλωσσο γάστωρ, κοιλο γάστωρ] … Dictionary of Greek
χειρογάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. ο χειροβίωτος*, ο βιοπαλαιστής 2. (κατά τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. γλωσσο γάστωρ] … Dictionary of Greek