- γλωσσο-ειδής
γλωσσο-ειδής, ές, zungenähnlich, Arist. H. A. 4, 4. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωσσο-ειδής, ές, zungenähnlich, Arist. H. A. 4, 4. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρυοειδής — ές αυτός που μοιάζει στο σχήμα με καρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ειδής (πρβλ. γλωσσο ειδής σπειρο ειδής). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek