- γλωσσο-τέχνης
γλωσσο-τέχνης, ὁ, Zungenkünstler, Dio Chrys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωσσο-τέχνης, ὁ, Zungenkünstler, Dio Chrys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλυτοτέχνης — κλυτοτέχνης, ο (Α) διάσημος τεχνίτης («τοῖσιν δ Ἥφαιστος κλυτοτέχνης ἦρχ ἀγορεύειν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. γλωσσο τέχνης, χειρο τέχνης] … Dictionary of Greek