- γλωσσο-πέδη
γλωσσο-πέδη, ἡ, Zungensessel, Io. Chrys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωσσο-πέδη, ἡ, Zungensessel, Io. Chrys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηχανοπέδη — η φρένο μηχανών το οποίο χρησιμοποιείται ιδίως στους σιδηροδρόμους και τροχιοδρόμους και λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + πέδη «φρένο, δεσμός» (πρβλ. γλωσσο πέδη, τροχο πέδη)] … Dictionary of Greek