- γλωσσ-αλγία
γλωσσ-αλγία, ἡ, Geschwätzigkeit, Frechheit im Reden, Eur. Andr. 690 Med. 525 u. öfter bei Sp., wie Plut. garr. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωσσ-αλγία, ἡ, Geschwätzigkeit, Frechheit im Reden, Eur. Andr. 690 Med. 525 u. öfter bei Sp., wie Plut. garr. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία … Dictionary of Greek