- γλωσσ-αργία
γλωσσ-αργία, ἡ, = γλωσσαλγία. Bei Luc. Lexiph. 19 καὶ σιωπὴν ἐπιβάλλειν τινί = Maulsperre.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλωσσ-αργία, ἡ, = γλωσσαλγία. Bei Luc. Lexiph. 19 καὶ σιωπὴν ἐπιβάλλειν τινί = Maulsperre.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek