κλωπήϊος, ion. u. ep. = κλοπαῖος, Ap. Rh. 3, 1196.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωπήιος — κλωπήιος, ΐη, ον (Α) [κλωψ] (ιων. και ποιητ. τ.) κλοπαίος* … Dictionary of Greek
κλωπήιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωπήιον — κλωπήιος masc acc sg κλωπήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)