- κλωπηδίς
κλωπηδίς, verstohlenerweise, B. A. 1310.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωπηδίς, verstohlenerweise, B. A. 1310.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωπηδίς — (Α) επίρρ. με κλοπιμαίο τρόπο, κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, ωπός + κατάλ. η δίς (το η από αναλογία προς τα αιφνη δίς, λαθρη δίς). Η επιρρμ. κατάλ. δίς είναι δηλωτική τού τρόπου] … Dictionary of Greek