- κλωπικός
κλωπικός, diebisch, verstohlen, βήματα, ἕδραι, Eur. Rhes. 205. 512. Vgl. κλοπικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωπικός, diebisch, verstohlen, βήματα, ἕδραι, Eur. Rhes. 205. 512. Vgl. κλοπικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωπικός — κλωπικός, ή, όν (Α) [κλωψ] 1. ο επιρρεπής στην κλοπή 2. κρυφός, λαθραίος. επίρρ... κλωπικῶς (Μ) με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα … Dictionary of Greek
κλωπικός — thievish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωπικοῖς — κλωπικός thievish masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωπικάς — κλωπικά̱ς , κλωπικός thievish fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)